Πανεπιστημιούπολη, TK 45110, Ιωάννινα
26510 07436

Main Menu

"Χρήση καρδιομυοκυττάρων προερχόμενων από διαφοροποίηση πολυδύναμων εμβρυονικών και επαγόμενων πολυδύναμων σε προκλινικές και κλινικές δοκιμές"

Περίληψη

Τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για την έρευνα και τη μελέτη των βλαστικών κυττάρων και των εφαρμογών τους, αφού πρόκειται για ένα επιστημονικό πεδίο με σημαντικό αναπτυξιακό και αναγεννητικό ρόλο στη βιοϊατρική.

Στην παρούσα πτυχιακή εργασία γίνεται αναφορά στα βλαστικά κύτταρα γενικά, αλλά και στην ικανότητα κάποιων από αυτών να διαφοροποιούνται σε καρδιομυοκύτταρα με αναγεννησιακές ιδιότητες. Πιο συγκεκριμένα παρουσιάζονται προκλινικές μελέτες και κλινικές δοκιμές, που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα για τη μετατροπή των επαγόμενων πολυδύναμων βλαστικών κυττάρων, των πολυδύναμων εμβρυονικών βλαστικών κυττάρων καθώς και διαφόρων άλλων βλαστικών κυττάρων σε καρδιομυοκύτταρα, με σκοπό τη χρήση τους σε σύγχρονες θεραπευτικές  προσεγγίσεις των καρδιαγγειακών νόσων.

Οι καρδιαγγειακές νόσοι παρουσιάζουν αυξανόμενη επιδημιολογική τάση σε παγκόσμιο επίπεδο, με ένα μεγάλο μέρος των ασθενών να μην ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις συμβατικές θεραπείες και να οδηγείται στη λύση της μεταμόσχευσης καρδιάς ακόμα και στο θάνατο. Οι καινοτόμες θεραπείες καρδιακής αναγέννησης με βλαστικά κύτταρα αν και αποτελούν σήμερα μια ελπιδοφόρα προοπτική, παρουσιάζουν ακόμη βιολογικά, τεχνικά και βιοηθικά ζητήματα.

ΣΑΡΑΝΤΗ Μαρία

 

"Xρήση νανοϋλικών ως ικριώματα για τη στοχευμένη διαφοροποίηση πολυδύναμων κυττάρων"

Περίληψη

Η ανακάλυψη των βλαστικών κυττάρων και η εκμετάλλευση τους για ερευνητικούς και θεραπευτικούς σκοπούς αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της σύγχρονης επιστήμης. Μια σύντομη ανασκόπηση στην πορεία των γεγονότων παρέχει τα κατάλληλα εφόδια για την κατανόηση των βασικών αρχών από τις οποίες τα βλαστικά κύτταρα διέπονται. Έτσι, γίνεται αντιληπτή η βασική ανάγκη διαχωρισμού και κατηγοριοποίησής τους  σε υποομάδες, μια από τις οποίες αποτελούν τα πολυδύναμα βλαστικά κύτταρα.

Τα εμβρυονικά βλαστικά κύτταρα, μαζί με τα επαγώμενα πολυδύναμα, συνιστούν τα πολυδύναμα βλαστικά κύτταρα. Τα τελευταία αποτελούν ίσως το πιο χρήσιμο εργαλείο της επιστήμης, συνδυάζοντας ικανοποιητικό αναπτυξιακό δυναμικό, επιλογές χειρισμού, επιτυχείς διαφοροποιήσεις, ενώ δεν υπόκεινται σε αυστηρούς βιοηθικούς περιορισμούς. Η εκμετάλλευσή τους για επιστημονικούς σκοπούς μπορεί να συνεισφέρει σε κλάδους της εμβρυολογίας, αναγεννητικής ιατρικής, μηχανικής ιστών, ανάπτυξης φαρμάκων, μοντελοποίησης ασθενειών, εξατομικευμένης ιατρικής κ.α.

Οι διαφορετικοί τρόποι καλλιέργειας και διαφοροποίησης που έχουν αναπτυχθεί για τα εμβρϋονικά βλαστικά κύτταρα, παρέχουν τη δυνατότητα επιλογής και προσαρμογής της κάθε μεθόδου ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες, ενώ η ευκολία χειρισμού των κυττάρων αυτών τα καθιστά ιδανικά. Παρόλα αυτά, η επιστήμη των βλαστικών κυττάρων βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις να απαιτεί βελτιστοποίηση των μεθόδων, κυρίως της διαφοροποίησης, για την παραγωγή ώριμων κυτταρικών τύπων, συγκρίσιμών με αντίστοιχους In vivo κυτταρικούς πληθυσμούς. Μια υποσχόμενη λύση αποτελεί η νανοτεχνολογία. Η νέα αυτή επιστήμη ασχολείται με την κατασκευή βιοσυμβατών και απολυτα προσαρμόσιμων σε ιδιότητες υλικών, της κλίμακας του νανομέτρου.

Η διαφοροποίηση προς καρδιακούς ιστούς έχει αποτελέσει μια πρόκληση, καθώς οι εμπλεκόμενοι μηχανισμοί δεν είναι πλήρως κατανοητοί, ενώ η αναγεννητική ικανότητα του οργάνου, η πολυπλοκότητα και το κυτταρικό μικροπεριβάλλον δεν παρουσιάζουν ικανοποιητικές ομοιότητες με άλλους καλύτερα μελετημένους ιστούς. Το γραφένιο, νανοϋλικό αποτελούμενο άνθρακα, με σχετικά εύκολη και οικονομική παρασκευή, φαίνεται να αποτελεί τον κατάλληλο υποψήφιο για τη διευκόλυνση της  παραγωγής ώριμων καρδιακού τύπου κυττάρων. Επιπλέον έρευνα και βελτιστοποίηση των τεχνικών θα διαλευκάνει τις αλληλεπιδράσεις του γραφενίου με τα προς διαφοροποίηση κύτταρα, διαφωτίζοντας εμπλεκόμενους, με την ανάπτυξη και λειτουργία των καρδιακών κυττάρων, μηχανισμούς.

ΜΠΕΣΛΙΚΑ Ευαγγελία

 

"Αποτύπωση του βαθμού διστακτικότητας του ελληνικού πληθυσμού έναντι των προγραμμάτων παιδικού εμβολιασμού ιδιαίτερα στην περίοδο της πανδημίας του νέου κορωνοϊού (COVID 19)"

Περίληψη

Ο καθολικός εμβολιασμός αποτελεί μια από τις πιο αποτελεσματικές προληπτικές παρεμβάσεις της ιατρικής. Η ενεργητική ανοσοποίηση, την οποία επιφέρουν οι εμβολιασμοί, όχι μόνο οδηγεί στην προστασία των εμβολιαζόμενων, αλλά και επιδρά στον πληθυσμό ως σύνολο, μέσω του φαινομένου της συλλογικής ανοσίας (herd immunity). Ως εκ τούτου, σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο, το οποίο και εξετάζουμε στην παρούσα εργασία, εφαρμόζονται συνολικές στρατηγικές εμβολιασμού, με τον καθορισμό επιμέρους πολιτικών, τη διατύπωση μετρήσιμων στόχων και τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων.
Σκοπός είναι η διερεύνηση των αντιλήψεων των γονέων για τα εμβόλια. Κατά πόσο οι γονείς εμπιστεύονται τα εμβόλια για την ασφάλεια των παιδιών τους και πόσοι από αυτούς είναι πλήρως καταρτισμένοι στο ζήτημα των εμβολίων.
Αποτελέσματα: Η έρευνα έδειξε ότι οι συμμετέχοντες που δήλωσαν παντρεμένοι, υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης και υψηλού εισοδήματος είχαν αρνητική συσχέτιση με τη διστακτικότητα, ενώ θετική συσχέτιση με τη διστακτικότητα είχαν μεταβλητές που αφορούσαν το άγχος, τα συμπτώματα κατάθλιψης και το κάπνισμα. Τέλος, μεταβλητές που παρουσίασαν ισχυρά λιγότερη διστακτικότητα αναφορικά με τη διστακτικότητα των γονέων έναντι των παιδικών εμβολιασμών ήταν η καλή γνώση και αφύπνιση έναντι της COVID-19, η εμπιστοσύνη στις κυβερνητικές και υγειονομικές αρχές, η χαμηλή ικανότητα ατομικής προστασίας απέναντι στην πανδημία και η προθυμία εμβολιασμού απέναντι στην εποχική γρίπη και τον COVID-19.
Συμπεράσματα: Η εκτιμώμενη διστακτικότητα έναντι των προγραμμάτων παιδικού εμβολιασμού θα πρέπει να μας αφυπνίσει. Εκτιμώντας τους σύνθετους λόγους που κρύβονται πίσω από τη διστακτικότητα αυτή, θα πρέπει να πληροφορήσουμε τις αρχές δημόσιας υγείας για το πώς θα ξεπεράσουν τα συγκεκριμένα εμπόδια και θα αυξήσουν τη δεκτικότητα και την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στους εμβολιασμούς.
 
ΤΡΙΓΚΗ Μαριάνθη

 

"Χρήση συστημάτων συνεχούς καταγραφής γλυκόζης (CGM) για τη παρακολούθηση του γλυκαιμικού προφίλ ατόμων με προδιαβήτη: Μία Μελέτη Ασθενών-Μαρτύρων"

Περίληψη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΣΚΟΠΟΣ: Το γλυκαιμικό προφίλ των ατόμων με προδιαβήτη με χρήση συνεχούς παρακολούθησης της γλυκόζης (CGM) είναι άγνωστα, καθώς τα δεδομένα από CGM αφορούν κυρίως ασθενείς με διαβήτη. Στόχος μας είναι να αξιολογήσουμε τη διαφορά των προφίλ CGM μεταξύ ατόμων με προδιαβήτη και νορμογλυκαιμικών ατόμων, καθώς και την απόκρισή τους στην από του στόματος δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (OGTT).

ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ: Άτομα με προδιαβήτη με κοινά χαρακτηριστικά για την ηλικία, το φύλο και τον δείκτη μάζας σώματος (BMI) με νορμογλυκαιμικά άτομα μελετήθηκαν με επαγγελματικό CGM (Envision™ Pro, Medtronic) για 2 εβδομάδες. Το πρωί της 2ης ημέρας πραγματοποιήθηκε OGTT με 75g γλυκόζης σε όλους τους συμμετέχοντες σε κατάσταση νηστείας. Τα άτομα με γλυκόζη νηστείας 100-124 mg/dL ή HbA1c 5,7-6,4% ταξινομήθηκαν ως προδιαβητικά, ενώ οι συμμετέχοντες με γλυκόζη νηστείας <100 mg/dL και HbA1c <5,7% κατηγοριοποιήθηκαν ως ευγλυκαιμικά. Τα κύρια καταληκτικά σημεία ήταν τα ποσοστά μετρήσεων γλυκόζης κάτω από το εύρος (TBR; <54 ή <70 mg/dL), στο φυσιολογικό εύρος (TIR; 70-180 mg/dL) και πάνω από το εύρος φυσιολογικών τιμών γλυκόζης (TAR; >180 ή >250 mg/dL) . Οι AUC υπολογίστηκαν μεταξύ της αρχής του OGTT έως 2-4 ώρες αργότερα. Η μεταβλητότητα της γλυκόζης αξιολογήθηκε με τον συντελεστή διακύμανσης (CV), την τυπική απόκλιση (SD) και το μέσο εύρος της γλυκαιμικής μεταβλητότητας (MAGE). Για τη στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν τα Wilcoxon sign-ranked test, McNemar mid p-test και multiple linear regression models.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: 36 συμμετέχοντες (μέση ηλικία 51 έτη, διάμεσο BMI 26,4 kg/m2) σχημάτισαν 18 ζευγάρια. Στατιστικά σημαντικές διαφορές παρατηρήθηκαν για το χρόνο που διανύεται στα φυσιολογικά όρια γλυκόζης (24ωρη, ημερήσια ή νυχτερινή TIR 70-180 mg/dl, διάμεσος 24ώρου 98,5% έναντι 99,9%, p = 0,013), για ήπια υπεργλυκαιμία (TAR>180 mg/dl, 0,4% έναντι 0%, p = 0,0062) καθώς και για τη μέση τιμή γλυκόζης (24ωρη, ημερήσια ή νυχτερινή, 113,8 έναντι 108,8 mg/dL, p = 0,0038) στα προδιαβητικά σε σύγκριση με τα ευγλυκαιμικά άτομα. Αυτές οι διαφορές παρέμειναν στατιστικά σημαντικές και σε διαφορετικό εύρος γλυκόζης (TIR 70-125 mg/dl ή 70-140 mg/dl). Στατιστικά σημαντικές διαφορές που ευνοούν τους νορμογλυκαιμικούς σε σύγκριση με τους προδιαβητικούς παρατηρήθηκαν για οποιονδήποτε δείκτη γλυκαιμικής μεταβλητότητας όπως CV (μέση τιμή 15,2% έναντι 11,9%, p = 0,0156), SD γλυκόζης (διάμεση τιμή 16,2 έναντι 12,9 mg/dL, p=0,0057), και MAGE (διάμεσος 44,3 έναντι 33,3 mg/dL, p = 0,0043). Μετά το OGTT, η AUC ήταν σημαντικά χαμηλότερη σε φυσιολογικά άτομα σε σύγκριση με τους προδιαβητικούς.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα άτομα με προδιαβήτη έχουν διαφορετικό προφίλ γλυκόζης σε σύγκριση με τα ευγλυκαιμικά. Το CGM μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για την πιο ακριβή επαναταξινόμηση σε άτομα με οριακές τιμές γλυκόζης μεταξύ νορμογλυκαιμίας, προδιαβήτη ή διαβήτη.

ΦΙΛΗΣ Παναγιώτης

 

"Η θέση των μεσεγχυματικών βλαστικών κυττάρων στη θεραπεία της δυσλειτουργίας του πυελικού εδάφους στις γυναίκες"

Περίληψη

Ο όρος ‘’δυσλειτουργία του πυελικού εδάφους’’ αναφέρεται στο σύνολο των διαταραχών που σχετίζονται με το πυελικό μυϊκό σύστημα. Η επίπτωση των νόσων αυτών στις γυναίκες παρουσιάζει αυξητική τάση στη σύγχρονη εποχή, επιδρώντας αρνητικά στην ποιότητα ζωής τους. Η τρέχουσα αντιμετώπιση έγκειται σε μη επεμβατικές τεχνικές, οι οποίες συχνά αδυνατούν να δώσουν οριστική λύση στο πρόβλημα και σε επεμβατικές τεχνικές, οι οποίες δε στερούνται επιπλοκών. Είναι, λοιπόν, σαφές πως η ανάπτυξη καινοτόμων θεραπειών βασιζόμενων στα βλαστικά κύτταρα δύναται να αποτελέσει ακρογωνιαίο λίθο στην αντιμετώπιση της πάθησης. Τα βλαστικά κύτταρα είναι αδιαφοροποίητα κύτταρα που χαρακτηρίζονται από τις ιδιότητες της αυτοανανέωσης και της πολυδυναμίας και μπορεί να προέρχονται είτε από το έμβρυο και τους εμβρυϊκούς ιστούς είτε από τους ιστούς των ενηλίκων. Ανάλογα με το δυναμικό διαφοροποίησής τους ταξινομούνται σε ολοδύναμα, πλειοδύναμα, πολυδύναμα, ολιγοδύναμα και μονοδύναμα. Η καλύτερα μελετημένη κατηγορία βλαστικών κυττάρων για τις εφαρμογές της αναγεννητικής ιατρικής είναι τα μεσεγχυματικά βλαστικά κύτταρα, τα οποία είναι αποτελεσματικά στη θεραπεία πολλών νόσων λόγω των ιδιοτήτων της μετανάστευσης, της επισκευής των ιστών, της ανοσοτροποποίησης και του ελέγχου του κυτταρικού θανάτου.

Συγκεκριμένα, στην παρούσα εργασία τα μεσεγχυματικά βλαστικά κύτταρα αποτελούν τον πληθυσμό που μελετάται για την αντιμετώπιση των δυσλειτουργιών του πυελικού εδάφους, επιδρώντας άμεσα κατόπιν μετανάστευσης στην περιοχή της βλάβης ή ασκώντας παρακρινώς τροφικές και ανοσοτροποποιητικές ιδιότητες. Μέχρι σήμερα έχει διεξαχθεί μια πληθώρα προκλινικών μελετών για τη θεραπεία της νόσου μέσω της μηχανικής των ιστών ή μέσω των προϊόντων έκκρισης και τα αποτελέσματα αποδεικνύουν την ισχυρή ικανότητα ιστικής αναγέννησης και ανοσολογικής τροποποίησης που διαθέτουν τα μεσεγχυματικά βλαστικά κύτταρα. Φυσικά, τα μικρά ζωικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται στις προκλινικές δοκιμές μιμούνται μονάχα σε μερικό βαθμό τα συμπτώματα της ασθένειας, για αυτό οι κλινικές δοκιμές είναι απαραίτητες για εγκυρότερα συμπεράσματα. Η χρήση ανθρώπινων μεσεγχυματικών βλαστικών κυττάρων σε δοκιμές είναι εφικτή χάρη στο ασφαλές προφίλ που τα χαρακτηρίζει, τις πολλές πηγές που ανευρίσκονται και την εύκολη απομόνωσή τους. Παρότι λίγες σε αριθμό, οι υπάρχουσες κλινικές μελέτες ενισχύουν την αποτελεσματικότητα της κυτταρικής θεραπείας με χρήση μεσεγχυματικών βλαστικών κυττάρων για τις διαταραχές του πυελικού εδάφους και ανοίγουν τον δρόμο για τη διεξαγωγή ακόμα περισσότερων μελετών στο μέλλον. Η οριστική θεραπεία της νόσου βασιζόμενη στην αναγεννητική ιατρική θα αποτελέσει σημαντικό επίτευγμα της επιστήμης καθώς θα βελτιώσει την ποιότητα ζωής μεγάλου αριθμού ασθενών αποφεύγοντας τις επιπλοκές που συνοδεύουν κάθε χειρουργική επέμβαση.

ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ Θεμιστοκλής

 

Περισσότερα Άρθρα...