Πανεπιστημιούπολη, TK 45110, Ιωάννινα
26510 07436

Main Menu

"Xρήση νανοϋλικών ως ικριώματα για τη στοχευμένη διαφοροποίηση πολυδύναμων κυττάρων"

Περίληψη

Η ανακάλυψη των βλαστικών κυττάρων και η εκμετάλλευση τους για ερευνητικούς και θεραπευτικούς σκοπούς αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της σύγχρονης επιστήμης. Μια σύντομη ανασκόπηση στην πορεία των γεγονότων παρέχει τα κατάλληλα εφόδια για την κατανόηση των βασικών αρχών από τις οποίες τα βλαστικά κύτταρα διέπονται. Έτσι, γίνεται αντιληπτή η βασική ανάγκη διαχωρισμού και κατηγοριοποίησής τους  σε υποομάδες, μια από τις οποίες αποτελούν τα πολυδύναμα βλαστικά κύτταρα.

Τα εμβρυονικά βλαστικά κύτταρα, μαζί με τα επαγώμενα πολυδύναμα, συνιστούν τα πολυδύναμα βλαστικά κύτταρα. Τα τελευταία αποτελούν ίσως το πιο χρήσιμο εργαλείο της επιστήμης, συνδυάζοντας ικανοποιητικό αναπτυξιακό δυναμικό, επιλογές χειρισμού, επιτυχείς διαφοροποιήσεις, ενώ δεν υπόκεινται σε αυστηρούς βιοηθικούς περιορισμούς. Η εκμετάλλευσή τους για επιστημονικούς σκοπούς μπορεί να συνεισφέρει σε κλάδους της εμβρυολογίας, αναγεννητικής ιατρικής, μηχανικής ιστών, ανάπτυξης φαρμάκων, μοντελοποίησης ασθενειών, εξατομικευμένης ιατρικής κ.α.

Οι διαφορετικοί τρόποι καλλιέργειας και διαφοροποίησης που έχουν αναπτυχθεί για τα εμβρϋονικά βλαστικά κύτταρα, παρέχουν τη δυνατότητα επιλογής και προσαρμογής της κάθε μεθόδου ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες, ενώ η ευκολία χειρισμού των κυττάρων αυτών τα καθιστά ιδανικά. Παρόλα αυτά, η επιστήμη των βλαστικών κυττάρων βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις να απαιτεί βελτιστοποίηση των μεθόδων, κυρίως της διαφοροποίησης, για την παραγωγή ώριμων κυτταρικών τύπων, συγκρίσιμών με αντίστοιχους In vivo κυτταρικούς πληθυσμούς. Μια υποσχόμενη λύση αποτελεί η νανοτεχνολογία. Η νέα αυτή επιστήμη ασχολείται με την κατασκευή βιοσυμβατών και απολυτα προσαρμόσιμων σε ιδιότητες υλικών, της κλίμακας του νανομέτρου.

Η διαφοροποίηση προς καρδιακούς ιστούς έχει αποτελέσει μια πρόκληση, καθώς οι εμπλεκόμενοι μηχανισμοί δεν είναι πλήρως κατανοητοί, ενώ η αναγεννητική ικανότητα του οργάνου, η πολυπλοκότητα και το κυτταρικό μικροπεριβάλλον δεν παρουσιάζουν ικανοποιητικές ομοιότητες με άλλους καλύτερα μελετημένους ιστούς. Το γραφένιο, νανοϋλικό αποτελούμενο άνθρακα, με σχετικά εύκολη και οικονομική παρασκευή, φαίνεται να αποτελεί τον κατάλληλο υποψήφιο για τη διευκόλυνση της  παραγωγής ώριμων καρδιακού τύπου κυττάρων. Επιπλέον έρευνα και βελτιστοποίηση των τεχνικών θα διαλευκάνει τις αλληλεπιδράσεις του γραφενίου με τα προς διαφοροποίηση κύτταρα, διαφωτίζοντας εμπλεκόμενους, με την ανάπτυξη και λειτουργία των καρδιακών κυττάρων, μηχανισμούς.

ΜΠΕΣΛΙΚΑ Ευαγγελία

 

"Ο ρόλος της θεραπείας κυτταρικής υποκατάστασης με βλαστικά κύτταρα στην Πολλαπλή Σκλήρυνση"

Περίληψη

Η πολλαπλή σκλήρυνση (ΠΣ) είναι μια χρόνια φλεγμονώδης, αυτοάνοση, και νευροεκφυλιστική νόσος του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ), που χαρακτηρίζεται από απομυελίνωση και αξονική απώλεια. Οφείλεται σε προσβολή του ελύτρου μυελίνης από αυτοαντιδραστικά Τ-λεμφοκύτταρα και αποτυχία ενδογενούς επαναμυελίνωσης, οδηγώντας τελικά σε συσσώρευση νευρολογικής αναπηρίας. Οι χρησιμοποιούμενοι τροποποιητικοί παράγοντες της νόσου αντιμετωπίζουν επιτυχώς τις φλεγμονώδεις υποτροπές, αλλά έχουν χαμηλή αποτελεσματικότητα στις προοδευτικές μορφές ΠΣ, και δεν μπορούν να ανακόψουν την προοδευτική νευροεκφυλιστική διεργασία. Έτσι, η προσέγγιση της θεραπείας κυτταρικής υποκατάστασης με βλαστικά κύτταρα, που στοχεύει να καταπολεμήσει την απώλεια κυττάρων του ΚΝΣ και την αποτυχία επαναμυελίνωσης, θεωρείται μια πολλά υποσχόμενη εναλλακτική θεραπεία. Αν και οι μηχανισμοί πίσω από τα ευεργετικά αποτελέσματα της μεταμόσχευσης βλαστικών κυττάρων δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητοί, φαίνεται πως σημαντικό ρόλο κατέχουν η παροχή νευροτροφικής υποστήριξης, η ανοσοτροποποίηση και η αντικατάσταση κυττάρων, οδηγώντας σε πολύπλευρη καταπολέμηση της παθολογίας της νόσου.

Παρόλο που οι περισσότερες μελέτες επιβεβαιώνουν τη βελτίωση των νευρολογικών ελλειμμάτων μετά τη χορήγηση διαφόρων τύπων βλαστικών κυττάρων, πολλά κρίσιμα ζητήματα πρέπει να επιλυθούν πριν από την εισαγωγή τους στην κλινική πράξη.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Μαρία - Βεατρίκη

 

"CAR T-cell therapy σε υγρούς και στερεούς όγκους"

Περίληψη

Η CAR T cell θεραπεία αποτελεί ένα είδος ανοσοθεραπείας που κάνει χρήση συνθετικών, χιμαιρικών αντιγονικών υποδοχέων (CARs) επαναπρογραμματίζοντας έτσι την αντιγονική ειδικότητα των Τ λεμφοκυττάρων και τις λειτουργίες τους. Τα γενετικά αυτά τροποποιημένα Τ λεμφοκύτταρα αναπτύσσονται στο εργαστήριο και στην συνέχεια εγχέονται στον ασθενή, παρέχοντας του την δυνατότητα να καταπολεμήσει συγκεκριμένους τύπους ασθενειών, όπως ο καρκίνος. Η CAR T cell θεραπεία έχει επηρεάσει θετικά την προσέγγιση στην εξατομικευμένη αντικαρκινική θεραπεία, ειδικά σε αιματολογικές κακοήθειες, αλλάζοντας έτσι την οπτική στην θεραπεία βασισμένη σε Τ λεμφοκύτταρα. Η ανεξάρτητη συμπλέγματος μείζονος ιστοσυμβατότητας αναγνώριση των καρκινικών κυττάρων μέσω του CAR στην κυτταρική επιφάνεια των τροποποιημένων Τ λεμφοκυττάρων, έχει οδηγήσει στην ύπαρξη μιας πληθώρας μορίων στόχων για την θεραπεία μιας ευρείας γκάμας όγκων.

Η στόχευση του CD19, ένα μόριο κυτταρικής επιφάνειας που εκφράζεται στα φυσιολογικά Β λεμφοκύτταρα, καθώς και στις περισσότερες κακοήθειες Β κυττάρων, και του BCMA, το οποίο εκφράζεται σε διαφοροποιημένα Β λεμφοκύτταρα και καρκινικά πλασματοκύτταρα, επέφερε εξαιρετικά αποτελέσματα σε υποτροπιάζουσες ή ανθεκτικές μορφές καρκίνου, όπως λευχαιμίες, λεμφώματα και πολλαπλό μυέλωμα, παρουσιάζοντας υψηλά ποσοστά ολικής ύφεσης σε αρκετούς ασθενείς. Παρά τα θετικά αποτελέσματα σε αιματολογικές κακοήθειες, η CAR T θεραπεία συνοδεύεται και από σοβαρές τοξικότητες. Παρενέργειες, όπως το σύνδρομο απελευθέρωσης κυτοκινών και οι νευρολογικές τοξικότητες, αποτελούν μεγάλο κίνδυνο στην ασφάλεια του ασθενή μετα την έγχυση της θεραπείας. Παρ’ όλα αυτά, η μεταφορά της CAR T θεραπείας στην αγωγή των συμπαγών όγκων αποτελεί ακόμα μια δύσκολη πρόκληση λόγω της ετερογένειας που χαρακτηρίζει αυτούς τους όγκους, των φυσικών εμποδίων τους και της ιδιαίτερης ανοσοκατασταλτικής φύσης του μικροπεριβάλλοντός τους. 

ΤΟΛΗΣ Ραφαήλ

 

"Διερεύνηση της προαναλυτικής επεξεργασίας των βιολογικών υγρών για τον προσδιορισμό βιοδεικτών με φασματομετρία LC-MS/MS"

Περίληψη

Οι βιοδείκτες είναι μόρια ο προσδιορισμός των οποίων στα κλινικά εργαστήρια έχει μεγάλη διαγνωστική και κλινική αξία. Ο προσδιορισμός βιοδεικτών μπορεί να γίνει σε διάφορα βιολογικά υγρά, με το αίμα και τα ούρα να είναι τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα. Η υγρή χρωματογραφία συζευγμένη με φασματομετρία μάζας (LC-MS/MS) αποτελεί μια από τις ευρύτερα εφαρμοζόμενες αναλυτικές τεχνικές στην ανάλυση βιοδεικτών, με πλεονεκτήματα όπως ανάλυση μικρού όγκου δειγμάτων, την ταχύτητα ανάλυσης, τον ταυτόχρονο προσδιορισμό πολλών αναλυτών, τη μεγάλη εξειδίκευση, τον προσδιορισμό θερμικά ασταθών και μη πτητικών ενώσεων, την αποφυγή παραγωγοποίησης των αναλυτών κλπ.

Η προαναλυτική επεξεργασία βιολογικών δειγμάτων για προσδιορισμό διαφόρων βιοδεικτών σε ένα κλινικό εργαστήριο αποτελεί απαραίτητο στάδιο που προηγείται της ανάλυσης με υγρή χρωματογραφία – φασματομετρία μάζας. Η σημασία της είναι καθοριστική, και εξασφαλίζει αξιόπιστα αποτελέσματα για την σωστή διάγνωση, πρόβλεψη, παρακολούθηση ασθενειών και προσδιορισμό επιπέδων φαρμάκων.

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανασκόπηση και παρουσίαση επιλεγμένων τεχνικών προκατεργασίας βιολογικών υγρών για την ανάλυση βιοδεικτών, με εφαρμογή της μεθοδολογίας LC-MS/MS.

Η καταβύθιση πρωτεϊνών, η εκχύλιση στερεάς φάσης και η υγρή-υγρή εκχύλιση αποτελούν τις βασικές τεχνικές προκατεργασίας. Εκτός από αυτές, σήμερα χρησιμοποιούνται τεχνικές οι οποίες αποτελούν νέες τεχνικές ή εξέλιξη των κλασσικών τεχνικών ώστε να επιτρέπουν ανάλυση μικρότερων όγκων βιολογικών υγρών. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται η μικροεκχύλιση στερεάς φάσης, η εκχύλιση υγρού – υγρού με εξαλάτωση, η εκχύλιση σε αδρανές στερεό υπόστρωμα, η εκχύλιση προσρόφησης σε υφασμάτινο μέσο, η εκχύλιση με προσροφητική ράβδο ανάδευσης, η μικροεκχύλιση με πακτωμένο προσροφητικό υλικό και η εκχύλιση με περιστρεφόμενη στήλη μονολιθίου. Επιπλέον τεχνολογίες όπως οι πλάκες αφαίρεσης φωσφολιπιδίων, τα μαγνητικά σφαιρίδια, η εκχύλιση τυρβώδους ροής καθώς και η χρήση νεότερων υλικών όπως οι νανοσωλήνες άνθρακα, υλικά περιορισμένης πρόσβασης, ανοσοπροσροφητικά, μοριακά αποτυπωμένα πολυμερή και απταμερή επιτρέπουν μεγαλύτερη ανάκτηση των αναλυτών και απομάκρυνση των παρεμποδίζουσων ουσιών και συμβάλλουν στην επίτευξη αποτελεσμάτων με μεγαλύτερη ειδικότητα και ευαισθησία. Για την εκτέλεση αυτών των τεχνικών χρησιμοποιούνται διάφορα προσροφητικά υλικά και διαλυτές έκλουσης.

Συμπέρασμα της εργασίας αυτής είναι ότι για την επιλογή μιας τεχνικής προκατεργασίας δείγματος για προσδιορισμό ενός βιοδείκτη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν παράμετροι όπως οι χημικές ιδιότητες του βιοδείκτη, το κόστος και ο χρόνος που απαιτείται για την διενέργεια την συγκεκριμένης ανάλυσης καθώς και ο εργαστηριακός εξοπλισμός που διαθέτει κάθε εργαστήριο. Τέλος, η απόδοση που προσφέρει η εκάστοτε τεχνική σε επίπεδο ευαισθησίας και ειδικότητας είναι ίσως ο πιο σημαντικός παράγοντας που θα οδηγήσει στην επιλογή της τεχνικής που θα εφαρμοστεί για αναλύσεις ρουτίνας του εργαστηρίου.

ΠΑΠΑΧΑΡΙΣΗΣ Βασίλειος

 

"Χρήση συστημάτων συνεχούς καταγραφής γλυκόζης (CGM) για τη παρακολούθηση του γλυκαιμικού προφίλ ατόμων με προδιαβήτη: Μία Μελέτη Ασθενών-Μαρτύρων"

Περίληψη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΣΚΟΠΟΣ: Το γλυκαιμικό προφίλ των ατόμων με προδιαβήτη με χρήση συνεχούς παρακολούθησης της γλυκόζης (CGM) είναι άγνωστα, καθώς τα δεδομένα από CGM αφορούν κυρίως ασθενείς με διαβήτη. Στόχος μας είναι να αξιολογήσουμε τη διαφορά των προφίλ CGM μεταξύ ατόμων με προδιαβήτη και νορμογλυκαιμικών ατόμων, καθώς και την απόκρισή τους στην από του στόματος δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (OGTT).

ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ: Άτομα με προδιαβήτη με κοινά χαρακτηριστικά για την ηλικία, το φύλο και τον δείκτη μάζας σώματος (BMI) με νορμογλυκαιμικά άτομα μελετήθηκαν με επαγγελματικό CGM (Envision™ Pro, Medtronic) για 2 εβδομάδες. Το πρωί της 2ης ημέρας πραγματοποιήθηκε OGTT με 75g γλυκόζης σε όλους τους συμμετέχοντες σε κατάσταση νηστείας. Τα άτομα με γλυκόζη νηστείας 100-124 mg/dL ή HbA1c 5,7-6,4% ταξινομήθηκαν ως προδιαβητικά, ενώ οι συμμετέχοντες με γλυκόζη νηστείας <100 mg/dL και HbA1c <5,7% κατηγοριοποιήθηκαν ως ευγλυκαιμικά. Τα κύρια καταληκτικά σημεία ήταν τα ποσοστά μετρήσεων γλυκόζης κάτω από το εύρος (TBR; <54 ή <70 mg/dL), στο φυσιολογικό εύρος (TIR; 70-180 mg/dL) και πάνω από το εύρος φυσιολογικών τιμών γλυκόζης (TAR; >180 ή >250 mg/dL) . Οι AUC υπολογίστηκαν μεταξύ της αρχής του OGTT έως 2-4 ώρες αργότερα. Η μεταβλητότητα της γλυκόζης αξιολογήθηκε με τον συντελεστή διακύμανσης (CV), την τυπική απόκλιση (SD) και το μέσο εύρος της γλυκαιμικής μεταβλητότητας (MAGE). Για τη στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν τα Wilcoxon sign-ranked test, McNemar mid p-test και multiple linear regression models.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: 36 συμμετέχοντες (μέση ηλικία 51 έτη, διάμεσο BMI 26,4 kg/m2) σχημάτισαν 18 ζευγάρια. Στατιστικά σημαντικές διαφορές παρατηρήθηκαν για το χρόνο που διανύεται στα φυσιολογικά όρια γλυκόζης (24ωρη, ημερήσια ή νυχτερινή TIR 70-180 mg/dl, διάμεσος 24ώρου 98,5% έναντι 99,9%, p = 0,013), για ήπια υπεργλυκαιμία (TAR>180 mg/dl, 0,4% έναντι 0%, p = 0,0062) καθώς και για τη μέση τιμή γλυκόζης (24ωρη, ημερήσια ή νυχτερινή, 113,8 έναντι 108,8 mg/dL, p = 0,0038) στα προδιαβητικά σε σύγκριση με τα ευγλυκαιμικά άτομα. Αυτές οι διαφορές παρέμειναν στατιστικά σημαντικές και σε διαφορετικό εύρος γλυκόζης (TIR 70-125 mg/dl ή 70-140 mg/dl). Στατιστικά σημαντικές διαφορές που ευνοούν τους νορμογλυκαιμικούς σε σύγκριση με τους προδιαβητικούς παρατηρήθηκαν για οποιονδήποτε δείκτη γλυκαιμικής μεταβλητότητας όπως CV (μέση τιμή 15,2% έναντι 11,9%, p = 0,0156), SD γλυκόζης (διάμεση τιμή 16,2 έναντι 12,9 mg/dL, p=0,0057), και MAGE (διάμεσος 44,3 έναντι 33,3 mg/dL, p = 0,0043). Μετά το OGTT, η AUC ήταν σημαντικά χαμηλότερη σε φυσιολογικά άτομα σε σύγκριση με τους προδιαβητικούς.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα άτομα με προδιαβήτη έχουν διαφορετικό προφίλ γλυκόζης σε σύγκριση με τα ευγλυκαιμικά. Το CGM μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για την πιο ακριβή επαναταξινόμηση σε άτομα με οριακές τιμές γλυκόζης μεταξύ νορμογλυκαιμίας, προδιαβήτη ή διαβήτη.

ΦΙΛΗΣ Παναγιώτης

 

Περισσότερα Άρθρα...