Πανεπιστημιούπολη, TK 45110, Ιωάννινα
26510 07436

Main Menu

Το Π.Μ.Σ. Νοσηλευτική Φροντίδα Ενηλίκων είναι η μετεξέλιξη του Π.Μ.Σ. Νοσηλευτική-Παθολογία που ιδρύθηκε και λειτούργησε για πρώτη φορά το 2003 σε σύμπραξη των Ιδρύμάτων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Τ.Ε.Ι. Ηπείρου, και των Τμημάτων Ιατρικής και Νοσηλευτικής αντιστοίχως. Με εκατοντάδες απόφοιτους και υπερδεκαπενταετή εμπειρία στη νοσηλευτική μεταπτυχιακή εκπαίδευση το σύγχρονο Π.Μ.Σ. Νοσηλευτική Φροντίδα Ενηλίκων είναι σε θέση να προετοιμάσε επαρκώς τους μεταπτυχιακούς φοιτητές του, ώστε να παρέχουν αποτελεσματική, ασφαλή και καινοτόμα φροντίδα σε ενήλικα άτομα που έχουν έλλειμμα αυτο-φροντίδας.

Στόχος του Π.Μ.Σ. Νοσηλευτική Φροντίδα Ενηλίκων είναι η προετοιμασία και η κατάρτιση των φοιτούντων με τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες, ώστε να εξελίξουν και να παρέχουν τεκμηριωμένη και επιστημονική νοσηλευτική φροντίδα. Το Π.Μ.Σ. προφέρει την ευκαιρία στους φοιτούντες να εξελίξουν τη νοσηλευτική γνώση τους και να αναπτύξουν την επιστημονική σκέψη τους για να παρέχουν πρακτικές και καινοτόμες λύσεις, και να διαχειρίζονται επιτυχώς πολύπλοκες καταστάσεις που σχετίζονται με ζητήματα φροντίδας υγείας. Επιπλέον, το Π.Μ.Σ. έχει στόχο να αποκτήσουν οι φοιτούντες δεξιότητες κριτικής σκέψης, δυνατότητες εφαρμογής ερευνητικών και αναστοχαστικών αποτελεσμάτων και τεκμηρίων στην πράξη, και να αναπτύξουν γνώσεις σχεδιασμού και διεξαγωγής έρευνας.

Τηλ. επικοινωνίας: +30 2651007838

email: skutsuki@cc.uoi.gr

Ιστότοπος: https://msc-adultnursing.med.uoi.gr/

"Ο ρόλος της θεραπείας κυτταρικής υποκατάστασης με βλαστικά κύτταρα στην Πολλαπλή Σκλήρυνση"

Περίληψη

Η πολλαπλή σκλήρυνση (ΠΣ) είναι μια χρόνια φλεγμονώδης, αυτοάνοση, και νευροεκφυλιστική νόσος του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ), που χαρακτηρίζεται από απομυελίνωση και αξονική απώλεια. Οφείλεται σε προσβολή του ελύτρου μυελίνης από αυτοαντιδραστικά Τ-λεμφοκύτταρα και αποτυχία ενδογενούς επαναμυελίνωσης, οδηγώντας τελικά σε συσσώρευση νευρολογικής αναπηρίας. Οι χρησιμοποιούμενοι τροποποιητικοί παράγοντες της νόσου αντιμετωπίζουν επιτυχώς τις φλεγμονώδεις υποτροπές, αλλά έχουν χαμηλή αποτελεσματικότητα στις προοδευτικές μορφές ΠΣ, και δεν μπορούν να ανακόψουν την προοδευτική νευροεκφυλιστική διεργασία. Έτσι, η προσέγγιση της θεραπείας κυτταρικής υποκατάστασης με βλαστικά κύτταρα, που στοχεύει να καταπολεμήσει την απώλεια κυττάρων του ΚΝΣ και την αποτυχία επαναμυελίνωσης, θεωρείται μια πολλά υποσχόμενη εναλλακτική θεραπεία. Αν και οι μηχανισμοί πίσω από τα ευεργετικά αποτελέσματα της μεταμόσχευσης βλαστικών κυττάρων δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητοί, φαίνεται πως σημαντικό ρόλο κατέχουν η παροχή νευροτροφικής υποστήριξης, η ανοσοτροποποίηση και η αντικατάσταση κυττάρων, οδηγώντας σε πολύπλευρη καταπολέμηση της παθολογίας της νόσου.

Παρόλο που οι περισσότερες μελέτες επιβεβαιώνουν τη βελτίωση των νευρολογικών ελλειμμάτων μετά τη χορήγηση διαφόρων τύπων βλαστικών κυττάρων, πολλά κρίσιμα ζητήματα πρέπει να επιλυθούν πριν από την εισαγωγή τους στην κλινική πράξη.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Μαρία - Βεατρίκη

 

"Αλληλούχιση νέας γενιάς και η συνεισφορά της στη διάγνωση του καρκίνου"

Περίληψη

Η παρούσα εργασία πραγματεύεται το θέμα της αλληλούχισης νέας γενιάς στον καρκίνο. Η εργασία ολοκληρώνεται μέσα από οκτώ κεφάλαια.

Αναλυτικά το πρώτο κεφάλαιο εστιάζει στον προσδιορισμό της αλληλούχισης του DNA κατά Sanger. Συγκεκριμένα παρουσιάζει την μέθοδο, την αλληλούχιση χρώσης-τερματιστή, την αυτοματοποίηση και προετοιμασία των δειγμάτων, τις προκλήσεις, τον προσδιορισμό αλληλούχισης κατά Sanger με μικρορευστά και τις εφαρμογές τεχνολογιών προσδιορισμού αλληλούχισης με μικρορευστά. Επίσης περιγράφεται ο σχεδιασμός συσκευών, η χημεία προσδιορισμού αλληλουχιών, οι πλατφόρμες και οι συγκρίσεις με άλλες τεχνικές προσδιορισμού αλληλούχισης. Το δεύτερο κεφάλαιο εστιάζει στην NGS, μία τεχνολογία αλληλούχισης επόμενης γενιάς. Το τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζει τα κληρονομικά σύνδρομα καρκίνου και το τέταρτο κεφάλαιο αναλύει τη σωματική μετάλλαξη του καρκίνου καταλήγοντας σε συμπερασματικές παρατηρήσεις σχετικά με Gene-Panels για την ανάλυση σωματικών μεταλλάξεων και για τις αναλύσεις της υγρής βιοψίας. Το πέμπτο κεφάλαιο μελετά την φαρμακογενετική και το έκτο εστιάζει σε άλλες εφαρμογές και μελλοντικές κατευθύνσεις. Το έβδομο κεφάλαιο παρουσιάζει τους περιορισμούς και τις επιπλοκές του NGS στα γενετικά διαγνωστικά και ηθικά ζητήματα. Τέλος το όγδοο κεφάλαιο καταλήγει σε συμπερασματικές παρατηρήσεις.

ΓΡΑΒΟΥ Βασιλική

 

"Οι συγγενείς ανωμαλίες του ουροποιητικού συστήματος (CAKUT) ως πολυπαραγοντικά νοσήματα: γενετικοί, περιβαλλοντικοί και επιγενετικοί παράγοντες"

Περίληψη

Οι συγγενείς ανωμαλίες του ουροποιητικού συστήματος αποτελούν ένα φάσμα αναπτυξιακών αστοχιών, οι οποίες εμφανίζονται σε 3-7 γεννήσεις ανά χιλιάδα και συνιστούν περίπου το 23% των δυσμορφιών κατά τη γέννηση. Οι CAKUT αποτελούν την αιτία στην οποία οφείλεται το 40-50% της νεφρικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου στον παιδικό πληθυσμό και το 7% στον ενήλικο πληθυσμό παγκοσμίως. Αυτή η ετερογενής ομάδα ασθενειών αποτελείται από πολλούς διαφορετικούς τύπους διαταραχών, από τις διάφορες μορφές νεφρικής δυσπλασίας και αγενεσίας μέχρι ποικίλες δυσμορφίες και αποφράξεις στους ουρητήρες.

Χάρις σε μακροχρόνια και ενδελεχή έρευνα, έχει διαπιστωθεί πως οι CAKUT οφείλονται σε μία πλειάδα παραγόντων, πολύ διαφορετικής προέλευσης μεταξύ τους, η διαταραχή των οποίων προκαλεί την εμφάνιση αυτών των ανωμαλιών. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να είναι κλασικοί γενετικοί παράγοντες, δηλαδή γονίδια και μεταλλάξεις τους, διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες, αλλά και επιγενετικοί παράγοντες. Οι τελευταίοι συνιστούν σε λειτουργικές παραλλαγές της γονιδιακής έκφρασης, χωρίς μεταβολή της αλληλουχίας του ανθρώπινου γονιδιώματος.

Σκοπός της μεταπτυχιακής εργασίας είναι η παρουσίαση και ανάλυση όλων των καθιερωμένων ή υποψηφίων παραγόντων που αποτελούν ή μπορούν να αποτελούν αιτίες πρόκλησης CAKUT, του τρόπου και της σημασίας επίδρασής τους στην εμφάνιση αυτών των ανωμαλιών, καθώς και των επόμενων κατευθύνσεων της αντίστοιχης έρευνας. Η εργασία στηρίζεται σε πρόσφατη βιβλιογραφία, ώστε να αποτυπώσει την τρέχουσα κατάσταση.

Το πρώτο κεφάλαιο της εργασίας περιλαμβάνει τη συνοπτική παρουσίαση της διαδικασίας οργανογένεσης των νεφρών και του υπολοίπου ουροποιητικού συστήματος με ιδιαίτερη μνεία στα σηματοδοτικά μονοπάτια που εμπλέκονται στα διάφορα στάδια της νεφρικής ανάπτυξης. Οι παράγοντες, οι οποίοι προκαλούν την εμφάνιση των CAKUT, επηρεάζουν την ανάπτυξη του ουροποιητικού συστήματος (πολλές φορές και άλλων συστημάτων), είτε μέσω επίδρασης με παραμέτρους που εμπλέκονται στα σηματοδοτικά μονοπάτια που ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια της νεφρικής ανάπτυξης, είτε αποτελώντας οι ίδιοι μέρος αυτών των μονοπατιών. Επομένως, η πλήρης κατανόηση, αυτών των συνδέσεων και αλληλεπιδράσεων, προϋποθέτει την παρουσίαση της νεφρογένεσης πριν την παρουσίαση και την ανάλυση των παραγόντων πρόκλησης CAKUT.

Το δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας αποτελεί μία παρουσίαση των ποικίλλων μορφών CAKUT. Αποτυπώνεται κάθε ασθένεια με περιγραφή του φαινοτύπου της, της συχνότητας εμφάνισής της, καθώς και των μεθόδων διάγνωσης και αντιμετώπισής της. Η σύνδεση κάθε μίας από αυτές τις ασθένειες με κάποια / κάποιες αιτίες πρόκλησής τους γίνεται στο επόμενο κεφάλαιο.

Το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας εστιάζει στην παρουσίαση και ανάλυση των διάφορων ομάδων αιτιών πρόκλησης CAKUT, με αναφορά σε κάθε μεμονωμένο παράγοντα της κάθε ομάδας που πιθανόν να ενοχοποιείται για την εμφάνιση αυτών των ανωμαλιών. Γεγονός είναι πως παρά την έρευνα που έχει προηγηθεί σε αυτό το πεδίο, η διεθνής επιστημονική κοινότητα δεν έχει ομόφωνη άποψη ούτε για τη σημασία, ούτε για τη συχνότητα με τις οποίες σχετίζονται οι περισσότεροι εξ αυτών των παραγόντων με την πρόκληση CAKUT. Επιπλέον, μόνο ένα μικρό ποσοστό των καταγεγραμμένων περιπτώσεων CAKUT έχει οριστικά και αδιαμφισβήτητα αποδοθεί σε συγκεκριμένες αιτίες πρόκλησης, με την πλειοψηφία των περιπτώσεων να μην έχει εξακριβωθεί ακόμα που οφείλονται.

Εν τέλει, διαπιστώνεται πως ο δρόμος για την ταυτοποίηση, την κατανόηση και τη σύνδεση κάθε γενεσιουργού αιτίας πρόκλησης CAKUT με κάποια ή κάποιες από αυτές τις ανωμαλίες, είναι μακρύς ακόμα, με πολλή περισσότερη έρευνα να απαιτείται για την αποσαφήνιση των περισσότερων περιπτώσεων. Όμως, η επίτευξη αυτού του στόχου θα οδηγήσει στην καλύτερη κατανόηση των σηματοδοτικών μονοπατιών, τα οποία εμπλέκονται στην απορύθμιση της ανάπτυξης του ουροποιητικού συστήματος, και θα οδηγήσει στην ανάπτυξη καινοτόμων προγεννητικών διαγνωστικών, καθώς και θεραπευτικών προσεγγίσεων.

ΠΑΤΣΙΑΣ Χριστόδουλος

"Ο ρόλος των καρκινικών βλαστικών κυττάρων στην αντοχή που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια θεραπειών με αντικαρκινικά φάρμακα"

Περίληψη

Τα βλαστικά κύτταρα με ικανότητες αυτό-ανανέωσης και διαφοροποίησης έχουν γίνει σημείο έντονης μελέτης τα τελευταία χρόνια. Πιο συγκεκριμένα τα ενήλικα βλαστικά κύτταρα (ASCs) εντοπίζονται σε καθορισμένες θέσεις στον οργανισμό, τους θώκους, και εκεί ρυθμίζεται η συμπεριφορά τους αλλά και η επικοινωνία τους με το εξωτερικό περιβάλλον. Ρόλος τους είναι η αναγέννηση ιστών και η διατήρηση της ακεραιότητας του οργανισμού. Συχνά όμως φυσιολογικά βλαστικά κύτταρα χάνουν τον έλεγχο του πολλαπλασιασμού και της διαφοροποίησης τους και έτσι έχουμε την εμφάνιση των καρκινικών βλαστικών κυττάρων (CSCs) σε διάφορες κακοήθειες. CSCs  μπορούν και ενεργοποιούν τα αρχικά στάδια της ογκογένεσης και επιπλέον συμβάλλουν στην επανεμφάνιση του καρκίνου ακόμα και μετά τις χημειοθεραπείες. Λόγω της πλαστικότητάς τους μπορούν και μετασχηματίζονται σε στελέχη με βλαστικές και μη βλαστικές ιδιότητες, αποφεύγουν τον κυτταρικό θάνατο και κάνουν μεταστάσεις, ακόμη και μετά από καιρό, καθώς έχουν την ικανότητα να μένουν αδρανή για μεγάλες χρονικές περιόδους. Οι χημειοθεραπευτικοί παράγοντες στοχεύουν κυρίως τα ταχέως πολλαπλασιαζόμενα καρκινικά κύτταρα ενώ τα καρκινικά βλαστικά κύτταρα έχουν αναπτύξει τους κατάλληλους μηχανισμούς ώστε να αποφύγουν τη δράση των θεραπειών.

Στην ανασκόπηση αυτή μελετάται ιδιαίτερα η αντοχή που αναπτύσσεται απέναντι στους αντικαρκινικούς παράγοντες (χημειοθεραπείες)  στους διάφορους τύπους καρκίνου εξαιτίας της ύπαρξης των CSCs. Η στόχευση επομένως τόσο των ίδιων των κυττάρων αυτών όσο και του μικροπεριβάλλοντος τους μπορεί να οδηγήσει σε αποτελεσματικές θεραπείες.

ΓΡΕΝΔΑ Άννα

 

Περισσότερα Άρθρα...